μορέσκα

μορέσκα
η
παλαιός λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, που ως ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις πράξεις τών έργων τού κρητικού θεάτρου, προέρχεται από την Ισπανία, είναι αραβικής καταγωγής και έγινε χορός τού συρμού από τον 15ο ώς τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη, από την Πορτογαλία ώς την Ιταλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moresca, θηλ. τού επιθ. moresco «μαυριτανικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μορεσκάντο — επίρρ. χορεύοντας τη μορέσκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. morescando] …   Dictionary of Greek

  • μορεσκάντος — ο (στα έργα τού κρητικού θεάτρου) ηθοποιός που εμφανίζεται ως αρματωμένος πολεμιστής χορεύοντας τη μορέσκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. morescanti (πληθ. μτχ. τού morescare)] …   Dictionary of Greek

  • μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”